- χλωροφορμιούχος
- -α, -οαυτός που περιέχει χλωροφόρμιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλωροφορμιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει χλωροφόρμιο 2. φρ. α) «χλωροφορμιούχα έλαια» διαλύματα χλωροφορμίου σε έλαια, χρησιμοποιούμενα σε εντριβές ως παυσίπονα β) «χλωροφορμιούχο ύδωρ» υδατικό διάλυμα τού χλωροφορμίου, χορηγούμενο εσωτερικά ως … Dictionary of Greek